- όαση
- Γόνιμη εδαφική έκταση μέσα σε μια έρημο. Βασικός όρος για την ύπαρξη ο. είναι η παρουσία νερού, που κάνει γόνιμη μια έκταση, περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, ανάλογα με την αφθονία του. Συχνά ο εφοδιασμός της ο. σε νερό γίνεται από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα, από τον οποίο αναβλύζει στην επιφάνεια, είτε λόγω υδατοστεγούς υπεδάφους είτε λόγω ειδικής μορφολογίας της περιοχής· άλλες φορές το νερό φτάνει στην επιφάνεια με άντληση από πηγάδια. Συχνά το νερό δεν αναβλύζει στην επιφάνεια, αλλά η παρουσία του γίνεται φανερή από την ύπαρξη φυτών που κατορθώνουν να το φτάνουν με τα ριζικά τους συστήματα. Συχνά οι ο. είναι ευθύγραμμες, σύμφωνα προς κύριες κατευθυντήριες γραμμές, που φανερώνουν ένα μικρότερο βάθος του φρεατίου υδροφόρου ορίζοντα.
Η έκταση των ο. ποικίλλει από την ελάχιστη αναγκαία, για να δεχτεί ένα μόνο φυτό έως επιφάνειες πολλών εκατοντάδων τ.χλμ., όπου το νερό διαμοιράζεται με εκτεταμένο δίκτυο αρδευτικών αυλάκων. Μερικές φορές θεωρούν ως ο. τις επιμήκεις εδαφικές ζώνες, που εκτείνονται κατά μήκος των υδάτινων ρευμάτων των ερημικών περιοχών (για παράδειγμα του Νείλου, Τίγρητα, Ευφράτη κλπ.)· αυτές οι τελευταίες είναι συνήθως περιοχές με μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού και αξιόλογο γεωργικό δυναμικό, ενώ οι πραγματικές o., απομονωμένες μέσα στις ερήμους, αποτελούν παραδοσιακά σημεία στήριξης για τα καραβάνια κατά τις μετακινήσεις τους ή κατοικούνται μόνιμα από ανθρώπους των ερήμων (όπως ΄Αραβες φελλάχοι, σε αντίθεση με τους νομάδες βεδουίνους). Χαρακτηριστικό φυτό, σύμβολο της o., είναι η χουρμαδιά (Φοίνιξ ο δακτυλοφόρος).
Η όαση Ελ Γκόλεα στην αλγερινή Σαχαρά. Οι οάσεις καλύπτουν έκταση πολλών τ. χλμ.
* * *η (Α ὄασις, -εως, ιων. γεν. -ιος)νεοελλ.1. μικρή έκταση εύφορης γης μέσα σε έρημο, όπου η μόνιμη ύπαρξη γλυκού νερού επιτρέπει την ανάπτυξη βλάστησης2. μτφ. α) ευχάριστο γεγονός που ανακουφίζει τον άνθρωπο όταν αντιμετωπίζει γενικά δύσκολες καταστάσεις («ο ερχομός του την ώρα που εξεταζόμουν ήταν για μένα όαση»)β) καθετί που εξέχει και διακρίνεται σε περίοδο μαρασμού και στειρότητας3. αστρον. μικρές σκοτεινές κηλίδες στην επιφάνεια τού πλανήτη Αρη, στις οποίες καταλήγουν πολλές από τις ονομαζόμενες διώρυγές τουαρχ.ονομασία πόλεων τής Λιβυκής ερήμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Εξελληνισμένος τ. τής αιγυπτιακής wh «καζάνι, κοίλωμα, λάκκος», που πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Ηρόδοτο].
Dictionary of Greek. 2013.